ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑ Wstawać1

   

Ο κάπως παράξενος τίτλος της ομιλίας μου είναι μια ευθεία αναφορά σε ένα ποίημα του Πρίμο Λέβι, ενός από τους επιζήσαντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης και συγγραφέα μεταξύ άλλων του συγκλονιστικού βιβλίου Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος (μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδ. ΄Αγρα). Σας το διαβάζω και θα καταλάβετε αμέσως το γιατί.

 

 Ονειρευόμασταν στις άγριες νύχτες

όνειρα βίαια και πυκνά,

 ονειρευόμασταν με την ψυχή και το σώμα

να γυρίσουμε, να φάμε, να εξιστορήσουμε.

 

΄Ωσπου αντηχούσε κοφτά, σιγανά

το παράγγελμα που συνόδευε την αυγή

 «Wstawać»

 και ράγιζε την καρδιά μας

 Τώρα που ξαναβρήκαμε τα σπίτια μας,

 τώρα που χορτάσαμε την κοιλιά μας,

και οι αφηγήσεις μας στέρεψαν όλες,

 σήμανε η ώρα. ΄Οπου να ’ναι θα ακούσουμε πάλι

 το ξενικό παράγγελμα: «Wstawać»

 Πρίμο Λέβι, «Η ανακωχή», 11 Ιανουαρίου 1946

 

 Το παράγγελμα Wstawać που αναφέρει ο Πρίμο Λέβι, ήταν το παράγγελμα «εγέρθητι» στα πολωνικά, που άκουγαν κάθε πρωί οι έγκλειστοι του ΄Αουσβιτς.

 Το εφιαλτικό παράγγελμα σηματοδοτούσε για τους κρατουμένους την επιστροφή στον καθημερινό, ατέρμονο εφιάλτη της «ζωής» στο στρατόπεδο, το ξεκίνημα μιας ακόμα μέρας που όλοι ήξεραν ότι μπορεί να ήταν η τελευταία τους, και τη διακοπή της μοναδικής ανάπαυλας –του ύπνου– μέσα στην κόλαση του εγκλεισμού. Λίγο μετά την απελευθέρωσή του ο Πρίμο Λέβι «προβλέπει» στο ποίημά του, ότι το παράγγελμα θα ακουστεί ξανά, η κτηνωδία θα επιστρέψει.

 Μοιραία θυμήθηκα το ποίημα του Λέβι μετά το γνωστό περιστατικό με το «εγέρθητι» που ακούστηκε στα επινίκια των νεοναζί.

 Η κατάσταση στην Ελλάδα εδώ και καιρό θυμίζει γερμανικό μεσοπόλεμο, όπως αυτός έχει αποτυπωθεί στο εξαιρετικό BerlinAlexanderplatz του Ντέμπλιν και στην ομώνυμη ταινία του Φασμπίντερ.

 Τι είναι ωστόσο αυτό που έχουμε μπροστά μας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και η αντιμετώπιση του φαινομένου δύσκολη· στον φασισμό είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς με ορθολογικά και έλλογα επιχειρήματα, γιατί τα δικά του επιχειρήματα –όπως έλεγε ο Μουσολίνι– είναι οι γροθιές του. Θα επιχειρήσω να θίξω ορισμένες μόνο πλευρές του φαινομένου.

Ο Χορκχάιμερ σε μια γνωστή του φράση έλεγε πως όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό, δεν πρέπει επίσης να μιλά και για τον φασισμό»2.

 ΄Ενα πράγμα, λοιπόν, που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι ο φασισμός αποτελεί οργανική τάση του καπιταλισμού που αναδύεται σε συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Δεν αποτελεί ατύχημα της ιστορίας. Ιστορικά, δεν αναπτύχθηκε ποτέ φασισμός σε μη καπιταλιστικές κοινωνίες (μπορεί να είχαμε άλλες μορφές ολοκληρωτισμού, αλλά όχι φασισμό).

 Μίλησα, ωστόσο, για οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Πολλοί κάνουν το λάθος να θεωρούν την άνοδο του φασισμού στην Ελλάδα ως αποκλειστικό αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και ως ένα φαινόμενο που μας έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό. Σαφώς η οικονομική κρίση είναι προαπαιτούμενο. Σαφώς η ανεργία και η κοινωνική αποσύνθεση λειτουργούν ως δεξαμενές του φασισμού. ΄Ομως αυτή η εξήγηση από μόνη της δεν μου φαίνεται αρκετή. Γιατί άραγε δεν συνέβη το ίδιο στην Αργεντινή, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισλανδία, χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοια ή χειρότερα φαινόμενα οικονομικής κρίσης; Προτού ο φασισμός γίνει μια νομιμοποιημένη πολιτική επιλογή, είχαν προηγηθεί διάφορα στην ελληνική κοινωνία που καλό είναι να μην τα ξεχνάμε και να μην τα παραβλέπουμε. Η φτώχεια από μόνη της δεν οδηγεί ούτε στον φασισμό ούτε στον κρετινισμό.

 Στην Ελλάδα δυστυχώς το έδαφος είχε προετοιμαστεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η ελληνική κοινωνία έχει σε μεγάλο βαθμό ένοχη συνείδηση, κι ας προσπαθεί επίμονα να παριστάνει ότι δεν θυμάται. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα φαινόμενα:

 -Εθνικιστικές εξάρσεις με αφορμή το Μακεδονικό.

 -Αντιμεταναστευτικό (και ιδίως αντιαλβανικό) μένος με τα πρώτα κύματα μεταναστών (που έφτασε στο σημείο να δικαιολογεί ακόμα και τη δολοφονία μεταναστών για ένα κλεμμένο καρπούζι), σε εποχές που η οικονομία διένυε υποτίθεται περίοδο ευμάρειας και οι μετανάστες λειτουργούσαν ως κάρβουνο στην ατμομηχανή του «ελληνικού θαύματος».

-Στυγνή εκμετάλλευση γυναικών από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, με αγαστή συνεργασία σωματεμπόρων και πελατών.

 -΄Ενας μεταμοντέρνος μεγαλοϊδεατισμός με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και κάποιες πρωτιές σε ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, που δικαιολογούσε πογκρόμ και λυντσαρίσματα αλλοδαπών αν η ποδοσφαιρική τους ομάδα τολμούσε να κερδίσει την ελληνική (και σε άλλες χώρες διοργανώθηκαν Ολυμπιακοί Αγώνες, και άλλες χώρες κέρδισαν ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, αλλά δεν υπήρξαν ανάλογα φαινόμενα).

 -Μια διάχυτη στα ΜΜΕ lifestyle τσογλανιά, συνοδευόμενη από γκλαμουριά και έναν χυδαίο νεοπλουτισμό που εκδηλωνόταν με διάφορες αφορμές στην ιδιωτική και δημόσια ζωή, σε συνδυασμό με μια σκανδαλωδώς μεγάλη ποσότητα ρατσιστικού λόγου που διακίνησε και ανέχτηκε η ελληνική κοινωνία.

 -Αντιμετώπιση των περιθωριακών και των μεταναστών με όρους υγειονομικούς (όπως για παράδειγμα στην απεργία πείνας των 300 μεταναστών, στην ιστορία με τις ιερόδουλες κ.ά.)

 Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ λίγο και να θυμίσω ότι ο Φουκώ κάπου λέει ότι «οι Ναζί διέπονταν από το πνεύμα της καθαρίστριας: ήθελαν να καθαρίσουν την κοινωνία από οτιδήποτε θεωρούσαν ανθυγιεινό, ρυπαρό, βρώμικο: τους συφιλιδικούς, τους Εβραίους, τους ομοφυλόφιλους, όσοι δεν ήταν άριοι, τους μαύρους, τους τσιγγάνους, τους τρελούς. Πίσω από το όνειρο των Ναζί βρίσκεται το απόλυτο μικροαστικό όνειρο της φυλετικής υγιεινής.»3

 Αυτό εν πολλοίς συνέβη και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

 Η πολιτική ελίτ είτε σκόπιμα είτε από ανεπάρκεια, έθεσε το ζήτημα των μεταναστών και μια σειρά άλλα κοινωνικά ζητήματα με όρους υγειονομικούς (θυμίζω φράσεις όπως «υγειονομική βόμβα»), πέταξε τη μπάλα στο γήπεδο των Ναζί δηλαδή, και τους άφησε να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Και μάλιστα, πολλές φορές ήταν οι φασίστες που έβαζαν τα ζητήματα της πολιτικής ατζέντας. ΄Οταν το κράτος έρχεται σήμερα να μιλάει για θέματα που οι νεοναζί έθεταν από το ’90, υιοθετώντας μάλιστα την ρητορική τους, είναι λογικό ότι οι τελευταίοι θα βγουν κερδισμένοι.

 Την πολιτική υπεραξία των όσων περιέγραψα παραπάνω νομίζω ότι καρπώθηκε η Χρυσή Αυγή όταν το επέτρεψαν οι οικονομικές συνθήκες και οι μέχρι τότε παραδοσιακοί διαχειριστές της εξουσίας στην Ελλάδα απονομιμοποιήθηκαν στα μάτια των πρώην ψηφοφόρων τους.

 ΄Ενα επιπλέον δεδομένο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει και που τρόπον τινά δίνει ένα «πλεονέκτημα» στον φασισμό στις παρούσες συνθήκες είναι ότι ουσία του ολοκληρωτισμού είναι η συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας (αυτό δηλαδή που εν πολλοίς ζούμε σήμερα).

 Το ότι ο φασισμός ποτέ δεν τα έβαλε με το μεγάλο κεφάλαιο αλλά και το ότι παρουσιαζόταν πάντα διπρόσωπος σε σχέση με τα συμφέροντα των εργατών (ας μην ξεχνάμε για παράδειγμα την απαγόρευση των εργατικών συνδικάτων από τον Χίτλερ), τον καθιστούν μια επιλογή που οι κυρίαρχες ελίτ δεν αποκλείουν σε συνθήκες ακραίας κρίσης.

 Και αν τελικά βρεθούμε μπροστά στο δίλλημα: «Συνολική Επαναστατική Ανατροπή ή Φασισμός» είναι βέβαιο πως οι ελίτ θα επιλέξουν το δεύτερο. Ο φασισμός είναι η τελευταία εφεδρεία του συστήματος και γι’ αυτό άλλωστε η πιο κτηνώδης.

 Εύγλωττα σημάδια αυτού μπορούμε ήδη να διακρίνουμε στη στάση φιλελεύθερων διανοουμένων και δημοσιογράφων και στις μετατοπίσεις του δημόσιου λόγου τους τον τελευταίο καιρό. Το πρώτιστο ζήτημα για αυτούς είναι η διατήρηση και ενίσχυση ενός αδηφάγου καπιταλιστικού συστήματος, που μπορεί να ισοπεδώνει κοινωνίες ολόκληρες αλλά εξυπηρετεί τα γιγαντωμένα οικονομικά συμφέρονται που πάντα εξυπηρετούσε και των οποίων υπάλληλοι είναι αυτοί. Το ποια πολιτικά μορφώματα θα χρησιμοποιηθούν για αυτόν τον σκοπό, είναι –σε οριακές συνθήκες– δευτερεύον.

 ΄Αλλωστε, ως προληπτικό θεωρητικό όπλο στην (μακρινή έστω) προοπτική του διλήμματος που προανέφερα (δηλαδή του διλήμματος Επανάσταση ή Φασισμός) έπεσε στο τραπέζι ως ξαναζεσταμένη σούπα η περιβόητη θεωρία των δύο άκρων. Η ειρωνεία είναι ότι μιλάνε για «άκρα» αυτοί που την ίδια στιγμή εφαρμόζουν και επικροτούν τις πιο ακραίες και ανελέητα καταστροφικές ντιρεκτίβες των ατσαλάκωτων γιάπηδων των διεθνών τραπεζο-οικονομικών ερπυστριών που ισοπεδώνουν κοινωνίες ολόκληρες.

 Παράλληλα, βέβαια, με την προορισμένη για μαζική κατανάλωση θεωρία των δύο άκρων, το ελληνικό σύνταγμα, όπως και τα περισσότερα ευρωπαϊκά αστικά συντάγματα άλλωστε, έχει προβλέψει και έχει επιλέξει με ποιο «άκρο» θα συνταχθεί όταν και αν έρθει εκείνη η ώρα. ΄Αλλωστε στο άρθρο 48 του Ελληνικού Συντάγματος προβλέπεται ρητά η κήρυξη Κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης. Προβλέπεται δηλαδή υπό ποιες συνθήκες μπορούν να αρθούν βασικές διατάξεις του Συντάγματος και κατ’ ουσίαν να ζήσουμε μια περίοδο συνταγματικής εκτροπής (και αυτές οι συνθήκες, όπως τις ορίζει το Σύνταγμα, δεν απέχουν πολύ από αυτά που ζούμε ή μπορεί να ζήσουμε στο εγγύς μέλλον)

Και φυσικά, σε επίπεδο συμβολισμού, δεν είναι τυχαίο ότι το άρθρο 48 ήταν ακριβώς εκείνο το άρθρο στο σύνταγμα της Βαϊμάρης που επέτρεψε στον Χίτλερ να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης αμέσως μόλις κέρδισε τις εκλογές του ’33, μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που δεν αναιρέθηκε καθόλη τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ.

 ΄Ολα αυτά συνομολογούν αυτό που εύγλωττα έγραψε πριν από χρόνια ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: ότι η καλύτερη άμυνα της αστικής δημοκρατίας είναι η αυτοκατάργησή της.

Τίθεται, λοιπόν, πιεστικά το ερώτημα τι πρέπει να κάνουμε;

Σαφώς δεν είμαι εδώ για να δώσω συμβουλές σε κανέναν. Δύο πράγματα όμως θα ήθελα να επισημάνω: Το πρώτο: δεν πρέπει επουδενί να επικρατήσει ο φόβος. Για κάθε βήμα που εμείς θα κάνουμε πίσω, θα κάνουν οι φασίστες ένα ή δέκα βήματα μπροστά. Το δεύτερο και πολύ σημαντικό είναι να μην υποτιμήσουμε τον φασισμό. Δυστυχώς είναι επιβεβαιωμένο ιστορικά αυτοί που θα έπρεπε να βρίσκονται απέναντί του είχαν την τάση πάντα να τον υποτιμούν. Θυμίζω τις δηλώσεις της Αλέκας Παπαπαρήγα πριν τις εκλογές που αφελώς έλεγε ότι μόλις οι ναζί μπουν στη βουλή θα φορέσουν τα κοινοβουλευτικά τους κοστούμια και θα κάτσουν φρόνιμα· λίγες μέρες μετά, έγινε το γνωστό επεισόδιο με τον Κασιδιάρη και την Κανέλλη. Η απάντηση βέβαια στην... τρομερή πολιτική διορατικότητα της Αλέκας Παπαρήγα είχε δοθεί πολλά χρόνια πριν, από τα πλέον αρμόδια χείλη. Σας διαβάζω:

«Είμαστε κόμμα αντικοινοβουλευτικό. Μπαίνουμε στη Βουλή για να μας εφοδιάσει το οπλοστάσιο της δημοκρατίας με τα δικά του όπλα. Αν η δημοκρατία είναι τόσο ηλίθια που γι’ αυτή τη δουλειά να μας δώσει κάρτες δωρεάν μετακίνησης και μισθούς, δικό της πρόβλημα. Αν πετύχουμε να εκλεγούν στα διάφορα κοινοβούλια εξήντα ως εβδομήντα υποκινητές και οργανωτές από το κόμμα μας, θα πληρώνει για την αγωνιστική μας οργάνωση η ίδια η πολιτεία. Κι ο Μουσολίνι μπήκε στη βουλή. Λίγο αργότερα, όμως, παρήλαυνε στη Ρώμη με τους Μελανοχίτωνές του. Αν δεν πετύχουμε να έχουν ασυλία οι πιο επικίνδυνοι άνδρες μας, αργά ή γρήγορα θα βρεθούν όλοι πίσω απ’ τα σίδερα. Θα συμβεί αυτό αν έχουν ασυλία; Βεβαίως, αλλά μέχρι τότε θα έχει περάσει αρκετό διάστημα, και εν τω μεταξύ οι προστατευμένοι από την ασυλία πρόμαχοι της πίστης μας θα έχουν βρει το χρόνο και την ευκαιρία να διευρύνουν το αγωνιστικό μας μέτωπο, έτσι που ο περιορισμός τους και το φίμωμα του δημόσιου κηρύγματός τους να μην μπορεί να γίνει όπως θα ευχόταν η δημοκρατία. Δεν ερχόμαστε ούτε ως φίλοι ούτε και ως ουδέτεροι. Ερχόμαστε ως εχθροί! Όπως επιτίθεται ο λύκος στα πρόβατα, έτσι ερχόμαστε».

Τα λόγια είναι του Γιόζεφ Γκέμπελς, γραμμένα στις 30 Απριλίου του 1928, στην εφημερίδα DerAngriff.

 

Πρέπει να το καταλάβουμε. Ο φασισμός δεν είναι ούτε μόδα, ούτε κάτι που, απ’ τη στιγμή που θα δυναμώσει, είναι εύκολο να καταπολεμηθεί. Ο φασισμός, δυστυχώς, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι πάντα συνειδητή επιλογή ενός κομματιού της κοινωνίας, και όχι πλάνη. ΄Αλλωστε, το σχεδόν ισόποσα κατανεμημένο πανελλαδικά ποσοστό της Χρυσής Αυγής στις πρόσφατες εκλογές το αποδεικνύει. Η Χρυσή Αυγή δεν συγκέντρωσε υψηλά ποσοστά μόνο σε περιοχές με συσσωρευμένα προβλήματα, αλλά ακόμα και σε χωριά και κωμοπόλεις με χαμηλή ανεργία, σε χωριά και κωμοπόλεις χωρίς γκετοποιημένες περιοχές και υψηλή εγκληματικότητα, όπου δεν συντρέχει κανένας από τους υποτιθέμενους «αντικειμενικούς» λόγους ανόδου των νεοναζί.

 Σήμερα διαθέτουμε καταγεγραμμένη ολόκληρη της ιστορία του 20ού αιώνα. Ξέρουμε τι έγινε και τι μπορεί να ξαναγίνει. ΄Οποιος κάνει πως δεν βλέπει και πως δεν καταλαβαίνει ας μην παριστάνει μετά τον αθώο του αίματος. Η «Ανακωχή», για να θυμηθούμε, ξανά τον Πρίμο Λέβι, δείχνει να τελειώνει. Η οικονομική κρίση, τα στρατόπεδα «φιλοξενίας», κατά την ευφάνταστη οργουελική φρασεολογία, οι στρατιές των απόκληρων που ζουν στο όριο της ανθρώπινης υπόστασης, ο κοινωνικός κανιβαλισμός, η αντιμετώπιση των περιθωριακών και των μεταναστών με όρους υγειονομικούς, τα καθημερινά πογκρόμ και λυντσαρίσματα, το φάσμα της εκμηδένισης ολόκληρων πληθυσμών είναι μερικές μόνο ψηφίδες μιας εικόνας που πλέον γίνεται πεντακάθαρη. ΄Ηδη ακροδεξιοί και φιλελεύθεροι προτείνουν ανοιχτά να επιτραπεί η οπλοφορία, ώστε τα σύγχρονα freikorps –που σχεδόν καθημερινά πλέον επιδίδονται σε αντιμεταναστευτικά πογκρόμ– να αποκτήσουν και θεσμική κατοχύρωση.

 Δεν ξέρουμε ποιο θα είναι το επίσημο όνομα του φασισμού που έρχεται αλλά ξέρουμε τι θα κάνει. Το βλέπουμε ήδη γύρω μας. Ο Μπένγιαμιν, ένα ακόμα από τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, πρόλαβε και μας προειδοποίησε: «Αν ο εχθρός νικήσει, ούτε οι νεκροί δεν θα είναι ασφαλείς στους τάφους τους. Και αυτός ο εχθρός δεν έχει σταματήσει να νικά»

Καιρός είναι να τον κάνουμε να ηττηθεί.

 

 

 

1 Ομιλία στις 10-11-2012, στα πλαίσια αντιφασιστικού τριημέρου που διοργάνωσαν η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Θεσσαλονίκης, η Ομάδα Προσβασιμότητας, το Thessaloniki Pride, το στέκι μεταναστών YOL και το Παρατηρητήριο για τα δικαιώματα στο χώρο της ψυχικής υγείας

2 Βλ. Μαξ Χορκχάϊμερ, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. ΄Ερασμος.

 3 Βλ. Μισέλ Φουκώ, «Μαρκήσιος Ντε Σαντ. Ο λοχίας του σεξ», μτφρ. Κ. Δεσποινιάδης, Πανοπτικόν τχ. 12, Ιανουάριος 2009.

 

Κώστας Δεσποινιάδης

 [Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σημειώσεις της Στέπας», τχ. 3, Ιούνιος 2013]